ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ME ΕΠΙΤΥΧΙΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ ΑΠΟ ΔΗΜΟΤΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ 1ου ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΟΥ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ Ο ΔΗΜΟΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ κ. ΑΡΓΥΡΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ
Αγαπητοί συνδημότες και συνδημότισσες,
με ιδιαίτερη χαρά προκηρύξαμε φέτος -για πρώτη φορά- τον 1ο Διαγωνισμό Παραδοσιακών Παραμυθιών, έχοντας ως στόχο να αναδείξουμε την αξία της λογοτεχνικής δημιουργίας ομαδικά ή και μεμονωμένα.
Το παραμύθι ως μέσο αφήγησης συλλογικής μνήμης και βιωματικής εμπειρίας των ανθρώπων από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας, αλλά και ως σύμβολο του μύθου και του πολιτισμού, μας δίνει την ευκαιρία να ταξιδέψουμε νοερά.
Με την πένα τους οι «συγγραφείς» στραμμένη στην πόλη μας, μας έδειξαν το δρόμο μιας «πολιτισμικής συνάντησης» και ανάδειξης των κοινών πολιτισμικών στοιχείων ανάμεσα στους λαούς, χωρίς να παραγνωρίζουμε και τις ιδιαιτερότητες, οι οποίες καθορίζονται από την τοπική κοινωνία μας.
Όλοι οι Δημότες μας που συμμετείχαν κατάφεραν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους μέσα από την τέχνη του λόγου, δίνοντας μηνύματα αγάπης, αλληλεγγύης και καλής συνεργασίας, με μοναδικό σκοπό να ξεδιπλώσουν το πηγαίο ταλέντο μέσα από τη γνήσια γραφή τους και να δημιουργήσουν νέα και ζωντανά παραμύθια.
Ελπίζοντας ότι η προσπάθεια αυτή θα ευοδωθεί και στο μέλλον, εύχομαι πολλά συγχαρητήρια σε όλους τους συγγραφείς και καλή ανάγνωση σε όλους εσάς.
O ΔΗΜΑΡΧΟΣ
ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ-ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΛΟΥΚΑΣ Ν. ΤΖΑΝΗΣ
Οι Λαϊκές ιστορίες μας δείχνουν μονοπάτια ζωής. Ο λαός βρίσκει πάντα τρόπους να εκτονωθεί, να ξεχάσει τα βάσανα της καθημερινής ζωής και να ονειρευτεί… Το παραμύθι μοιάζει με μακροσκελή μύθο. Παραμύθια και παραμυθάδες υπήρχαν πάντοτε στον ελλαδικό χώρο. Στον Όμηρο διακρίνουμε παραμυθιακά στοιχεία. Σήμερα τη διήγηση που καθρεφτίζει την ποιητική διάθεση και φαντασία του λαού, εκτόπισαν κινηματογράφος, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Άλλοτε, παραμύθια άκουγαν μικροί και μεγάλοι, όχι μόνο στα χωριά αλλά και στα αστικά κέντρα. Έτσι το παραμύθι διαδιδόταν προφορικά, «ταξίδευε» από τόπο σε τόπο. Τα παραμύθια, πλασμένα από την πλούσια λαϊκή φαντασία, προσαρμόστηκαν στις τοπικές συνήθειες και δοξασίες, ώστε να χαρακτηρίζουν τους κατοίκους της περιοχής. Μέριμνά μας να παρουσιάσουμε παραμύθια από τους τόπους της Ελλάδας καταγεγραμμένα από τους δημότες Κερατσνίου-Δραπετσώνας.
ΑΡΓΥΡΩ ΑΝΑΓΩΝΣΤΑΚΗ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ο Σταβλίτης ………………………………………………………..........…….…………………..σελ. 7
Αληθινό παραμύθι από την Μ. Ασία …………………………..........……….....….………..… σελ. 9
Χωρίς τίτλο ………………………………………………………...........….………...…………. σελ. 10
Ένα μικρό παραμύθι σαν αληθινή ιστοριούλα ……….………...........…..………................… σελ. 12
Ένας άλυτος γρίφος ……….……………………………………...........………….………..….. σελ. 13
Η θρυλική γοργόνα……………………….………………………...........……………..……….. σελ. 14
Η 28η Οκτωβρίου 1940 ……………..…………………………………...........………...………. σελ. 15
Η ιστορία της ακρίδας, του τζίτζικα και της μέλισσας ………………...........……..............…. σελ. 18
Η κερασένια ……………………………………………………..........………………………….. σελ. 20
Η μοίρα του χωρικού …………………………………………….........……………......……….. σελ. 22
Η μοναξιά …………………………………………………….........……………….……………. σελ. 24
Η Χιονούλα και η Ροδούλα ……………………………….............……………....…………… σελ. 26
Το παραμυθάκι κουκί και ρεβιθάκι ……………………………..........…………............……… σελ. 28
Μόνο ο Θεός το ξέρει ……………………………………………..........………...………….…. σελ. 29
Ο βασιλιάς ο δίκαιος ……………………………………………..........…….…………………. σελ. 31
Ο γέρος και τα τρία αδέρφια ………………………………………..................….…………….. σελ. 34
Ο φιλάργυρος ……………………………………………………...........…………………..…… σελ. 36
Οι τέσσερεις εποχές ……..……………………………………….…...............…………………. σελ. 38
Χωρίς τίτλο ………………………………………………………..........…………..……………. σελ. 40
Χωρίς τίτλο …………………………………………………………..........………..……………. σελ. 42
Της γιαγιάς το παραμύθι ………………………………………................……………………... σελ. 43
Της πορτοκαλιάς η κόρη ……………………………………………................…………….….. σελ. 48
Το άλογο που το έλεγαν Ντορή ……………………………………....................…………..….. σελ. 55
Το νερό της ζωής ……………………………………………………..............………….………. σελ. 57
Το παραμύθι της γιαγιάς ………………………………..…………................…………………. σελ. 60
Το παραμύθι της γιαγιάς ποτέ δεν το ξεχνώ γι’ αυτό από τότε τα ζωάκια τα αγαπώ ……… σελ. 63
O Σταβλίτης
Ιγκιρλής Βασίλειος
Ε’ ΚΑΠΗ Κερατσινίου
(αφιερωμένο στην αγαπημένη μου σύζυγο Γιωργίτσα)
Η Σοφία ενός λαού μέσα από τα έθιμα και τις παραδόσεις του συνιστούν τα παραμύθια, τις μικρές αυτές ιστορίες που περνούν από γενιά σε γενιά, ξεκινώντας πάντα με την χαρακτηριστική φράση «κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη». Δως της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινήσει. Έτσι, καθώς ξεκινάει και το δικό μας παραμύθι, που μας έρχεται από το μακρινό χρόνο της πατρίδας μας.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας φτωχός πρίγκιπας. Στον τάφο του πατέρα του φύτρωνε μια πανέμορφη τριανταφυλλιά, που άνθιζε μονάχα μια φορά κάθε πέντε χρόνια κι έβγαζε ένα και μοναδικό τριαντάφυλλο, που είχε τόσο γλυκό άρωμα που όποιος το μύριζε, ξεχνούσε όλα του τα βάσανα.
Ο πρίγκιπας είχε κι ένα αηδόνι, που τραγουδούσε σαν να είχε όλες τις μελωδίες του κόσμου στο μικρό τρυφερό του λαρύγγι. Αυτό το τριαντάφυλλο και το αηδόνι αποφάσισε να κάνει δώρο στην πριγκίπισσα κόρη του αυτοκράτορα.
Έτσι κι έκανε, όμως η κόρη του αυτοκράτορα ήταν τρομερά κακομαθημένη και δεν εκτίμησε καθόλου τα δώρα του. Το μόνο που σχολίασε είναι το πόσο αμόρφωτος είναι αυτός ο πρίγκιπας που κάνει δώρο ένα φυσικό τριαντάφυλλο και ένα ζωντανό αηδόνι. Αλλά ο πρίγκιπας δεν το έβαλε κάτω. Έβαψε το πρόσωπό του με καφέ μπογιά, φόρεσε παλιά ρούχα και πήγε στο παλάτι του αυτοκράτορα, παίρνοντας δουλειά σαν σταυλίτης.
Όλη τη μέρα δούλευε και όταν βράδιαζε έφτιαχνε διάφορα θαυμαστά πράγματα. Έφτιαξε λοιπόν μια μικρή κατσαρόλα που είχε ένα σωρό χαρούμενα κουδούνια γύρω-γύρω και όταν έβραζε η κατσαρόλα αυτά κουδούνιζαν κι έπαιζαν την παλιά μελωδία:
«Αχ, καημένε Αρλεκίνο, πάει αυτό και πάει και κείνο.»
Πέρασε λοιπόν κάποτε τυχαία η πριγκίπισσα μαζί με όλες τις κυρίες της αυλής και σαν άκουσε τη μελωδία, στάθηκε να ακούσει και έδειχνε πολύ χαρούμενη, γιατί ήξερε να την παίζει την μελωδία. Σκέφτηκε λοιπόν ότι αυτός πρέπει να είναι ένας πολύ μορφωμένος σταυλίτης.
Έτσι πήρε το θάρρος και τον ρώτησε πόσο στοιχίζει το όργανο. Αυτός της απάντησε ότι κοστίζει δέκα φιλιά από την ίδια, γιατί αυτή είναι μια τεχνητή κατσαρόλα. Η πριγκίπισσα του απάντησε ότι είναι αυθάδης και αγενής κι έκανε να φύγει, αλλά προτού προλάβει να ξεμακρύνει, άρχισαν πάλι να χτυπούν τα κουδούνια:
«Αχ, καημένε Αρλεκίνο, πάει αυτό και πάει κι εκείνο.»
Σαν υπνωτισμένη, λοιπόν, γύρισε και του έδωσε τα δέκα φιλιά, παίρνοντας έτσι την κατσαρόλα. Εκεί, λοιπόν, να δείτε χαρά, ο σταβλίτης δηλαδή, ο πρίγκιπας. Δεν τον ήξεραν όμως αλλιώς παρά σαν σταβλίτη και δεν άφηνε μέρα να πάει χαμένη. Κι έτσι, μετά την κατσαρόλα έφτιαξε ένα μουσικό κουτί, που έπαιζε όλα τα ταγκό του κόσμου.
Μόλις το έμαθε η πριγκίπισσα έτρεξε να ακούσει τη μαγευτική μελωδία κι ήθελε να το αποκτήσει οπωσδήποτε. Ο σταβλίτης ζήτησε για αντάλλαγμα 50 φιλιά. Η πριγκίπισσα λοιπόν έβαλε τις κυρίες της αυλής να καθίσουν γύρω της κι άρχισε να φιλάει τον σταβλίτη.
Ο βασιλιάς, ωστόσο, είχε βγει στο μπαλκόνι και είδε τις κυρίες της αυλής όλες μαζεμένες. Έτσι, γεμάτος από περιέργεια, έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Σαν έφτασε στην αυλή, πήγε σιγά-σιγά κοντά τους και σαν είδε την κόρη του να φιλάει τον σταβλίτη, τους εξόρισε και τους δύο από το βασίλειό του χωρίς δεύτερη κουβέντα. Καθόταν, λοιπόν, η πριγκίπισσα και μονολογούσε, μετανιώνοντας για την απόφασή της να μην παντρευτεί τον καλό πρίγκιπα που της είχε στείλει το τριαντάφυλλο και το αηδόνι. Πόσο δυστυχισμένη ήταν!
Ο σταβλίτης τότε πήγε πίσω από ένα δέντρο, καθάρισε το πρόσωπό του από την μπογιά, φόρεσε τα κανονικά του ρούχα και παρουσιάστηκε μπροστά στην πριγκίπισσα, η οποία υποκλίθηκε στην ομορφιά του. Τότε ο πρίγκιπας της είπε: «Μ’ έκανες να σε περιφρονήσω. Δεν ήθελες ένα αληθινό πρίγκιπα. Δεν σου άρεσε το σπάνιο τριαντάφυλλο και το μοναδικό μου αηδόνι, αλλά τον σταβλίτη ήξερες να τον φιλάς για ένα παιχνίδι. Καλά να πάθεις!»
Αυτά της είπε κι έφυγε για το μικρό του βασίλειο. Εκείνη όμως το μόνο που έκανε ήταν να συνεχίσει να κάθεται μες στη βροχή τραγουδώντας: «Αχ, καημένε Αρλεκίνο, πάει αυτό και πάει κι εκείνο».
Αληθινό παραμύθι από την Μ. Ασία
Δέσποινα Νάνου
Α’ ΚΑΠΗ ΔΗΜΟΥ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ
Μια φορά κι έναν καιρό, στη Σμύρνη, στη Μικρά Ασία, μια οικογένεια έδωσε το παιδί της σε μια πλούσια οικογένεια να το μεγαλώσει γιατί δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες του, γιατί είχε ακόμα πέντε παιδιά. Όταν μεγάλωσε το παιδάκι, οι γονείς θέλησαν να το ζητήσουν πίσω, γιατί η στενοχώρια τους και ο καημός τους ήταν μεγάλος. Η οικογένεια όμως που το είχε μεγαλώσει, το είχε αγαπήσει και δεν το έδινε. Μετά από πολλές προσπάθειες έφτασαν στον δικαστή της περιοχής. Στον Κατή εξέθεσαν το πρόβλημα και οι δυο οικογένειες και δεν υποχωρούσε καμιά. Αφού άκουσε με προσοχή είπε στις μητέρες: «Κι εσύ δίκιο έχεις κι εσύ δίκιο έχεις. Για να μη μείνει καμία παραπονούμενη, φέρτε ένα μαχαίρι να κόψω το παιδί στη μέση να πάρει από μισό η καθεμία». Τότε η πραγματική μάνα φώναξε με λαχτάρα: «Όχι, όχι, εγώ παραιτούμαι. Ας το κρατήσει η μάνα που το μεγάλωσε». Τότε ο Κατής κατάλαβε ότι η καρδιά της μάνας της πραγματικής δεν άντεξε και προτίμησε να ζήσει το παιδί της. Η τελική απόφαση ήταν να δώσει το παιδί στη μητέρα που το γέννησε και το αγαπούσε πραγματικά.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
Δήμητρα Αντωνοπούλου- Γκιρλή
5ο ΚΑΠΗ Κερατσινίου
(αφιερωμένο στα τρία αγαπημένα μου εγγονάκια)
Είμαι γιαγιά με τρία υπέροχα εγγονάκια. Ακόμη όμως θυμάμαι τις ωραίες φανταστικές ιστορίες της γιαγιάς μου.
Έτσι λοιπόν κι εγώ, τώρα που είμαι γιαγιά, λέω στα εγγόνια μου φανταστικές ιστορίες για να έχουν όμορφες αναμνήσεις.
Ήταν λοιπόν κάποτε σ’ ένα μικρό χωριό, μια οικογένεια με πολλά παιδιά.
Το μεγαλύτερο παιδί ήταν κορίτσι που το έλεγαν Ηρώ και βοηθούσε τους γονείς της στις δουλειές.
Μια μέρα που η Ηρώ πήγε στη βρύση για νερό, συνάντησε στο δρόμο μια νύφη, που ήταν νεράιδα με λευκά νυφικά, χρυσό στέμμα και άσπρα τριαντάφυλλα στα χέρια. Η Ηρώ είπε καλημέρα στη νύφη και αμέσως έχασε τη φωνή της.
Η νεράιδα την πήγε στο σπίτι της, κλείδωσε τη φωνή της σ’ ένα χρυσό κουτί και την άφησε να φύγει.
Η Ηρώ άργησε να γυρίσει στο σπίτι της και οι γονείς της και τα αδέρφια της ανησύχησαν κι έψαξαν παντού. Πήγαν στο κοντινό δάσος μα δεν τη βρήκαν. Πήγαν στο ποτάμι που περνούσε από το χωριό και πάλι τίποτα. Είδαν ένα βοσκό στο δρόμο, τον ρώτησαν αν την είδε, αλλά και πάλι τίποτα.
Λίγο πριν νυχτώσει, γύρισαν στο σπίτι να σκεφτούν τι άλλο μπορούν να κάνουν. Καθώς μπήκαν στο σπίτι είδαν την Ηρώ να κάθεται στον καναπέ, τρομαγμένη.
Έτρεξε η μαμά πρώτη, αγκάλιασε την κόρη της, την φίλησε και την ρώτησε γιατί άργησε να γυρίσει στο σπίτι. Η Ηρώ, όμως, δεν μπορούσε να μιλήσει. Τη ρώτησε και ο πατέρας της πάλι δεν πήρε απάντηση.
Δεν ήξεραν τι συμβαίνει. Την άλλη μέρα πήγαν στο χωριό. Ο γιατρός εξέτασε προσεκτικά το κοριτσάκι αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Γύρισαν, λοιπόν, στο σπίτι στενοχωρημένοι και απογοητευμένοι με το κακό που τους βρήκε.
Όλοι οι συγχωριανοί, που έμαθαν τι συνέβη, ερχόντουσαν να δουν την Ηρώ. Άλλοι από περιέργεια και άλλοι από ενδιαφέρον. Ανάμεσα σε όσους ήρθαν να δουν το κοριτσάκι ήταν και μία γιαγιά, μεγάλη, 100 ετών.
Η γιαγιά είχε ακούσει ότι στο δάσος ήταν μια νεράιδα, που έκλεβε τη φωνή των μικρών παιδιών, για να διατηρείται νέα. Για να ελευθερώσουν τη φωνή, έπρεπε να πάρουν το χρυσό στέμμα της νεράιδας. «Πώς θα το κατάφερναν όμως αυτό», σκέφτηκε αρκετή ώρα η γιαγιά και ζήτησε απ’ την Ηρώ να τους οδηγήσει στο σπίτι της νεράιδας.
Ξεκίνησαν λοιπόν και αφού προχώρησαν μέσα στο δάσος, είδαν ένα μικρό λευκό σπιτάκι με κόκκινα κεραμίδια και κόκκινα παράθυρα. Εκεί έμενε η νεράιδα.
Η Ηρώ είχε δει ένα μικρό παράθυρο ανοιχτό στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μπήκε λοιπόν απ’ το ανοιχτό παράθυρο και προσεκτικά πήρε το στέμμα από το κεφάλι της κοιμισμένης νεράιδας, όπως την συμβούλεψε η γιαγιά, και το έσπασε.
Τότε η νεράιδα έχασε τη δύναμή της κι εξαφανίστηκε..
Η Ηρώ έψαξε, βρήκε το κλειδί, ξεκλείδωσε το χρυσό κουτί που μέσα ήταν κλειδωμένη η φωνή της και άρχισε να μιλάει όπως πριν. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι της νεράιδας.
Οι γονείς της, όταν είδαν ότι τα κατάφερε μια χαρά, χάρηκαν, τη φίλησαν και γύρισαν στο σπίτι ευτυχισμένοι. Ευχαρίστησαν την καλή γιαγιά και συμβούλεψαν την Ηρώ, άλλη φορά να μην μιλάει σε αγνώστους.
Έτσι κι έγινε.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Ένα μικρό παραμύθι σαν αληθινή ιστοριούλα
Όταν ήμουν μικρή, άκουγα τη γιαγιά μου, να μας λέει πολλά παραμύθια. Την άκουγα με λαχτάρα και την πίστευα αλλά εντύπωση μου κάνει και τα θυμάμαι πολύ και τώρα, γιατί τώρα πιστεύω ότι το παραμύθι που άκουγα τότε, τώρα το νιώθω αληθινό.
Μας έλεγε το παραμύθι η γιαγιά και κοίταζε τα χέρια της και μας διηγούταν ότι ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει, ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε τότε που μέστωσαν, ούτε που μαραθήκαν ώσπου ξεράθηκαν. Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει για πρώτη φορά, εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της. Ξένα τής φαίνονται καθώς κάθονται άνεργα, κουρασμένα πάνω στη μαύρη ποδιά της σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει, τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους και όταν δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε αυτά, κοιτάνε σαν κάτι να θέλουν κάτι. Ξέρει τι θέλουν! Να τα χαϊδέψει, δε θα τους κάνει τη χάρη, ντρέπεται γριά γυναίκα να χαϊδεύει στα καλά καθούμενα τα χέρια της. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά καφέ στο δεξί χέρι, σηκώνεται μας έλεγε και πάει στο μπάνιο, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, κοίτα λέει που με έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη τα σκασμένα. Εγώ γελούσα όταν την άκουγα και αυτή γελούσε από μέσα της. Κοίτα που δεν κοιτάνε τώρα, όπως πριν παραπονεμένα. Χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να έχουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι στα μάτια και τα πάρουν τα δάκρυα. Έτσι τελειώνει το φανταστικό παραμύθι της γιαγιάς μου.
Τώρα που είμαι και εγώ γιαγιά, βλέπω τα χέρια μου και θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς Ανθούλας Αναστασάκη. Έχω την ίδια εικόνα στα δικά μου χέρια. Πολλές φορές τα παραμύθια είναι στην πορεία της ζωής, αληθινά.
Ε΄ ΚΑΠΗ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ
ΑΝΝΟΥΛΑ ΜΠΟΖΑ
Την ημέρα των γενεθλίων μου στις 30 Οκτωβρίου είχαν έρθει οι φίλες μου από το σχολείο και τα αδέρφια μου για να με χαιρετήσουν. Επειδή όμως είχε πεθάνει η μάνα μου και δεν κάναμε και καμιά ιδιαίτερη γιορτή όλα τα παιδιά έλεγαν ανέκδοτα και γελάγαμε, οπότε με παίρνει στην αγκαλιά της η θεία μου και μου λέει «Εγώ θα σου πω ένα παραμυθάκι να με θυμάσαι κάθε που θα έχεις τα γενέθλιά σου με πολλή αγάπη».
ΕΝΑΣ ΑΛΥΤΟΣ ΓΡΙΦΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια βασίλισσα η οποία ήθελε να παντρευτεί, αλλά ήθελε να πάρει τον πιο έξυπνο άντρα του κόσμου. Γι΄ αυτό το λόγο έβγαλε μια διαταγή στο βασίλειο της πως όποιος πάει και της πει το πιο δύσκολο αίνιγμα και δεν το βρει θα τον παντρευτεί. Αλλά αν το έβρισκε θα τον αποκεφάλιζε και θα έχτιζε έναν πύργο από τα κεφάλια τους.
Ένας νεαρός αποφάσισε να πάει και είπε ότι θα πάω να πω ένα αίνιγμα. Λέει η μάνα του «Πού θα πας παιδάκι μου; Θα το βρει η βασίλισσα και θα σε σκοτώσει». Γι’ αυτό η μάνα του τού έκανε μία πίτα και έβαλε δηλητήριο στην πίτα για να τη φάει στο δρόμο για να μην τον σκοτώσει η βασίλισσα.
Ξεκίνησε να πάει και είχε ένα σκυλάκι που το έλεγαν Μορφούλα. Στο δρόμο που πήγαινε πείνασε αλλά προτού φάει αυτός έδωσε στο σκυλάκι να φάει. Μόλις έφαγε το σκυλί την πίτα ψόφησε και κατάλαβε ότι η μαμά του τού είχε βάλει δηλητήριο στην πίτα.
Στο δρόμο που πήγαινε πείνασε. Βλέπει ένα ελάφι που ήταν έγκυος. Σκότωσε το ελάφι αλλά έφαγε αυτό που είχε μέσα στην κοιλιά του όχι το ίδιο.
Περπατούσε, περπατούσε δίψασε. Βρήκε μια εκκλησία. Πήγε στο καντήλι της εκκλησίας και ήπιε το νερό που είχε μέσα το καντήλι.
Έφτασε στη βασίλισσα και της λέει ήρθα να σου πω ένα αίνιγμα. Της λέει…. «Η Μορφούλα έφαγε την πιτούλα και η πιτούλα τη Μορφούλα. Εγώ σκότωσα εκείνο που έβλεπα και έφαγα εκείνο που δεν έβλεπα, ήπια νερό που δεν ακουμπούσε ούτε στη γη ούτε στον ουρανό». Τι είναι;
Η βασίλισσα άνοιξε όλα τα βιβλία που είχε, έψαξε αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Είπε ότι είναι πολύ έξυπνος γι’ αυτό θα σε παντρευτώ και θα σε κάνω άντρα μου. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
H ΘΡΥΛΙΚΗ ΓΟΡΓΟΝΑ
ΑΝΝΟΥΛΑ ΜΠΟΖΑ
Ε΄ ΚΑΠΗ
Μια φορά κι έναν καιρό, όπου όλα
Τα χρώματα έλαμπαν καθάρια,
Χόρευαν στου ήλιου τη γιορτή,
Του ανθρώπου η σκέψη έτρεχε,
Δίχως καμιά ντροπή.
Στην ξάστερη ουράνια εικόνα,
Άπλωνε βυθού το μύρο,
Στο μεταξένιο ατλάζι μυρωμένη,
Κάλπαζε η πνοή.
Άσπροι γλάροι ανέμελα βουτούσαν,
Ασήμια ψάρια έπιαναν,
Σειρήνες τραγουδούσαν.
Μόνο η γοργόνα η θρυλική,
Τη φλέβα της θρηνούσε,
Γοργά πλοίο πλησίαζε,
Όποιο από εκεί περνούσε,
Τον καπετάνιο έδενε, το πλήρωμα ρωτούσε.
Μονολογούσε κι έλεγε:
‘’Να σκίσω θέλω τα πανιά, να σπάσω τα κατάρτια,
Να τους βυθίσω στ’ ανοιχτά, να μείνουν μια για πάντα.
Μα μου παν πως τον είδανε, λαμπρά να βασιλεύει,
Να ταξιδεύει ο Αλέξανδρος , τη γη να κυριεύει’’.
Εκεί η πληγή ημέρωνε,
Γαλήνευε ο πόνος,
Και ο θυμός της πέταγε
Ψηλά με τον βαρδάρη.
Χαράς το δάκρυ γλίστραγε, στο φωτεινό δοξάρι,
Πια ο καπετάνιος λεύτερος
Γύριζε το τιμόνι,
Και τη διαβεβαίωνε ότι δεν είναι η μόνη.
Η 28η Οκτωβρίου 1940
Α’ ΚΑΠΗ Δραπετσώνας
Ουρανία Τριανταφυλλίδου
Είναι η επέτειος της κήρυξης του πολέμου, όπου ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το μεγάλο όχι στον Ιταλό Μουσολίνι και από τότε άρχισε ο Γολγοθάς της Ελλάδας. Κοριτσάκι μικρό, θυμάμαι στην πρώτη τάξη δημοτικού, ξεκινήσαμε από τη φτωχογειτονιά μας με άλλα παιδάκια για το σχολείο.
Τελειώνοντας την προσευχή και μπαίνοντας στην αίθουσα, ένας μεγάλος θόρυβος έσκισε τον ορίζοντα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει από τα αεροπλάνα που βομβάρδιζαν όπου έβρισκαν τον άμαχο πληθυσμό.
Όλα τα παιδιά μαζί βάλαμε τις φωνές και τα κλάματα και αγκαλιαστήκαμε γιατί δεν είχαμε ξαναδεί άλλη φορά τέτοιο θέαμα. Παντού καπνοί όπου και να γύριζες γκρεμισμένα σπίτια πιο πέρα, πάνω από τα φτωχόσπιτά μας ένας μεγάλος λάκκος γεμάτος με ό,τι είχε απομείνει από τα φτωχά μας υπάρχοντα.
Οι γονείς μας έτρεχαν αλαφιασμένοι για να μας βρουν κλαίγοντας. Δεν είχαμε που να μείνουμε, το σπιτάκι μας το μικρό είχε γίνει στάχτη, καθώς και όλο το τετράγωνο.
Ήταν μια μεγάλη πλατεία από ερείπια, και τότε θυμάμαι μας πήραν όλους μαζί σ’ ένα σχολείο να μας στεγάσουν προσωρινά. Σε μια γωνιά του σχολείου σκεπασμένα τα τρία αδέρφια μαζί με ό,τι φτωχό βρήκε η μητέρα, και πιο πέρα άλλοι. Οι αίθουσες του σχολείου ήταν γεμάτες κόσμο. Τρομαγμένοι ακούγαμε κάθε τόσο θόρυβο που έκαναν, πέφτοντας συνέχεια οι καταραμένες οβίδες κι εμείς να τρέμουμε σκεπασμένα με τα φτωχά μας ρούχα.
Τα θυμάμαι όλα αυτά σαν παραμύθι. Περνώντας τα χρόνια πολλές φορές διηγούμαι στα εγγόνια μου τι είχαμε περάσει. Σε αυτό το σχολείο μείναμε αρκετό καιρό, ώσπου να βρεθούν καταλύματα για να μένουμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το περιστατικό.
Σκαρφαλωμένοι στην πόρτα του σχο